- καπελώνω
- καπελώνω, καπέλωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καπελώνω — [καπέλο] 1. καλύπτω το κεφάλι κάποιου με καπέλο 2. χτυπώ στο κεφάλι κάποιον που φορά καπέλο 3. αποσιωπώ, αποκρύπτω 4. επιβάλλω τη γνώμη μου 5. κηδεμονεύω … Dictionary of Greek
καπελώνω — καπέλωσα, καπελώθηκα, καπελωμένος 1. σκεπάζω το κεφάλι κάποιου με καπέλο. 2. επιβαρύνω παράνομα την αξία ενός εμπορεύματος, μιας υπηρεσίας κτλ. 3. εξαπατώ, επιβάλλω τις αντιλήψεις μου πάνω σε άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαπέλωτος — η, ο [καπελώνω] αυτός που δεν φοράει καπέλο, ασκεπής, ξεσκούφωτος αυτός που αγοράζεται ή πουλιέται στην κανονική τιμή, χωρίς αθέμιτη επιβάρυνση, χωρίς καπέλωμα … Dictionary of Greek
καπέλωμα — το [καπελώνω] 1. η κάλυψη με καπέλο 2. το χτύπημα στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο 3. η αποσιώπηση, η απόκρυψη 4. η επιβολή γνώμης 5. (στην πολιτική) η κηδεμόνευση («θέλει να καπελώσει όλες τις οργανώσεις») … Dictionary of Greek
καπέλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. καπελώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)